δεόντως

δεόντως
δεόντως, Adv. of δέον,
A as it ought, Pl.Clit.409c, Epicur.Ep.2p.36U., SIG615.6 (Delph., ii B. C.), Plb.1.12.7, al., Phld.Sign.17, 18, Hero Aut.11.6, BGU613.29 (ii A. D.), etc.;

δ. ἕξειν Plb.9.7.3

; suitably,

χρῆσθαι Orib.Eup.2.1

, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεόντως — as it ought indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεόντως — (AM δεόντως) επίρρ. [δέον] όπως είναι αναγκαίο, όπως πρέπει να γίνει («αίτηση δεόντως χαρτοσημασμένη») …   Dictionary of Greek

  • подобьнѣ — (24) нар. 1.Надлежащим образом: ѥгда покаѥши сѧ постенеши тъгда сп҃сеши сѧ. || ˫ако велика ѥсть милость х҃а б҃а. и оцѣштениѥ обраштѧюштиимъсѧ къ немѹ подобьнѣ. обратимъсѧ и покаимъсѧ. Изб 1076, 201–202; Сице сп҃сьно и подобьнѣ заповѣдана˫а и лѣпо …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • νηφόντως — (Α) επίρρ. 1. με νηφαλιότητα, με σύνεση 2. με ένταση, άγρυπνα («τὸ μὴ συνεχῶς προσεύχεσθαι καὶ νηφόντως», Εφραίμ. Σύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήφων, οντος, μτχ. ενεστ. τού νήφω «απέχω από το κρασί, είμαι σε πνευματική διέγερση» + επιρρμ. κατάλ. ως (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • οφειλόντως — ὀφειλόντως (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «πρεπόντως, δεόντως». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὀφείλων, οντος τού ὀφείλω] …   Dictionary of Greek

  • Γουάξμαν, Φραντς — (Franz Waxman, Γερμανία 1906 – ΗΠΑ 1967). Γερμανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής. Έπαιζε πιάνο από πολύ μικρός και έτσι οι δικοί του δεν εξεπλάγησαν όταν σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Γ. εγκατέλειψε τη θέση του στην τράπεζα για να φοιτήσει στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”